Rimonta αλόγων στην επικράτεια της Κορώνης: το Λοΐ ανάμεσα στους οικισμούς που επιβαρύνθηκαν
Κατά τη διάρκεια της Β΄ Βενετοκρατίας (1685–1715), οι οικισμοί της Πελοποννήσου επιφορτίστηκαν με μια σειρά από δημοσιονομικές αγγαρείες που είχαν ως στόχο τη διατήρηση της στρατιωτικής παρουσίας των Βενετών. Ανάμεσα στις υποχρεώσεις βρέθηκε η rimonta των αλόγων – η ετήσια εισφορά για την αναπλήρωση των ίππων που χρησιμοποιούσαν τα έφιππα σώματα του βενετικού στρατού. Το Λοΐ, χωριό που ανήκε στην επικράτεια της Κορώνης, συμμετείχε άμεσα στο σύστημα αυτό, καταβάλλοντας εισφορά για την προμήθεια ενός από τα άλογα που ζητήθηκαν το 1697.
Τι ήταν η rimonta
Η λέξη rimonta προέρχεται από το ιταλικό rimontare (ανανεώνω, αντικαθιστώ) και δηλώνει την υποχρέωση των αγροτικών κοινοτήτων να προμηθεύουν νέα στρατιωτικά άλογα, όταν τα ήδη υπάρχοντα είχαν καταστεί ανίκανα για υπηρεσία λόγω τραυματισμών, αρρώστιας ή εξάντλησης. Τα άλογα που ζητούνταν ήταν cavalli da sella – άλογα κατάλληλα για τη μετακίνηση έφιππων στρατιωτών – και όχι cavalli da soma ή animali da somma δηλαδή ζώα που χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά φορτίων.
Αρχικά, η rimonta επιβαλλόταν ως προσωπική αγγαρεία (angaria personale) δηλαδή με υποχρέωση των αγροτών να παραδίδουν τα δικά τους άλογα. Μετά το 1696, το μέτρο μετατράπηκε σε οικονομική αγγαρεία (angaria reale) δηλαδή χρηματική εισφορά που συγκέντρωναν οι κοινότητες, προκειμένου να αγοραστούν νέα άλογα για τις ανάγκες του στρατού.
Οι υποχρεώσεις των οικισμών της επικράτειας της Κορώνης
Σύμφωνα με κατάλογο που περιλαμβάνεται στη σειρά Grimani dai Servi του 1697 (A.S.V., Grimani dai Servi, b. 31, fasc. 82, f. 103r-v), οι οικισμοί της επικράτεια της Κορώνης υποχρεώθηκαν από κοινού να καταβάλουν τα χρήματα για αγορά αλόγων.
Οι οικισμοί Gambria, Cochinu, Cuzzumadhi, Lichissa, Romiri, Trippes, Caicali, Cacorema, Dranga, Lefca, Sunali, Pera, Castagna, Polistari, Cerzi, Misca, Paniperi, Pellecanada, Loi και Fillipachi, υποχρεώθηκαν από κοινού να καταβάλουν τα χρήματα για την αγορά ενός ίππου.
Οι οικισμοί Smailu, Avramio, Cazzali, Castemi, Caracavili, Copsià, Longà, Arapocori, Potamià, Gona, Vunaria, Petriades, Combus, Carocopiò, Mussuli Celeppi, Aidini, Agios Dimitris Catus, Fanari, Ali Chiagià, Botu, Marinù, Armegnus, Cazi Bechiri, Cuzucumetu, Culè, Cadirogli, Agios Dimitris Apanus, Cula, Papara, Catignadhes, Delali, Sarachià, Vassillichi, Sisani, Caplani, Zaiti, Valtuca, Clissura, Comaterò, Corizogli, Bursucogli, Aghiadriades και Castelli, επιβαρύνθηκαν με την αγορά ενός ίππου.
Ο συνολικός αριθμός των ίππων που αγοράστηκαν στην επικράτεια της Κορώνης ήταν δύο.
Η σταδιακή κατάργηση της rimonta
Προς το τέλος της δεκαετίας του 1690, ο στρατηγός Alessandro Molin σταμάτησε την πρακτική της υποχρεωτικής παραχώρησης ίππων και εισήγαγε χρηματική εισφορά. Σύντομα, οι αρμόδιες αρχές κατήργησαν και αυτή την εισφορά, αντικαθιστώντας την με αύξηση του γενικού φόρου της δεκάτης από 10% σε 12,5%. Με αυτό τον τρόπο, το κράτος ενσωμάτωσε την επιβάρυνση στη γενική φορολογία.
Η rimonta καταργήθηκε ως μέτρο, όμως οι κοινότητες συνέχισαν να επιβαρύνονται με τη συντήρηση του στρατού μέσα από άλλες μορφές εισφορών. Η μετάβαση από την προσωπική στην οικονομική αγγαρεία, και τελικά στην έμμεση φορολόγηση, δείχνει την προσπάθεια της Βενετίας να εξασφαλίσει τη λειτουργία του στρατιωτικού της μηχανισμού με το ελάχιστο δυνατό κόστος για το κράτος και το μέγιστο βάρος για τις αγροτικές κοινότητες.
Η περίπτωση του Λοΐ, όπως προκύπτει από τα βενετικά αρχεία, προσφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μετάβασης και της επιβάρυνσης που σήμαινε για την ύπαιθρο της Πελοποννήσου η διατήρηση της βενετικής κυριαρχίας.